- λυσολεκιθίνη
- Οργανικό προϊόν που σχηματίζεται κατά την απομάκρυνση ενός μορίου λιπαρού οξέος από τη λεκιθίνη. Στον οργανισμό σχηματίζεται με επίδραση του ενζύμου φωσφολιπάση στη λεκιθίνη και βρίσκεται σε μικρές ποσότητες σε πολλούς ζωικούς και φυτικούς ιστούς, αλλά οι κυριότερες πηγές της είναι το αίμα και οι αδένες των επινεφριδίων. Η λ. επηρεάζει την αιμόλυση των ερυθροκυττάρων, ελαττώνει την ευαισθησία της καρδιάς ως προς την ακετυλοχολίνη και ρυθμίζει τη διαπερατότητα των τοιχωμάτων των αγγείων.
Dictionary of Greek. 2013.